- Πήλιο
- I
Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ.) στο βόρειο τμήμα του. Άλλες κορυφές του είναι το Ξεφόρτι, το Κοτρώνι, το Αηδονάκι, ο Γολγοθάς και το Σχιτζεράβλι. Ως νοτιοδυτική προέκτασή του μπορεί να θεωρηθεί το Τισσαίον (644 μ.), που απολήγει στο Τρΐκερι, κλείνοντας τον Παγασητικό προς τον νότο. Η ανατολική πλευρά του Π. κατεβαίνει απότομα στο Αιγαίο και δεν έχει λιμάνια (εδώ καταστράφηκε το 480 π.Χ. ένα μεγάλο μέρος του στόλου του Ξέρξη, που οδηγούσε ο Μεγαβάτης). Η δυτική πλευρά, ημερότερη, κατεβαίνει μαλακά προς τον Παγασητικό, σχηματίζοντας μικρές κατάφυτες κοιλάδες. Άλλωστε όλο το Π. είναι κατάφυτο.Από τα ωραιότερα ελληνικά βουνά κι από τα πιο υμνημένα στην αρχαιότητα, πραγματικό μουσείο λαϊκής τέχνης και με λαϊκή αρχιτεκτονική που κατέχει εξέχουσα θέση στον ελληνικό χώρο, το Π. με τους οικισμούς του αποτελεί μέσα στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας και ειδικότερα της Μαγνησίας, μια γεωγραφική, ιστορική και πολιτιστική ενότητα, που γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τον 18o αι., συμβάλλοντας στο γενικότερο κλίμα αναγέννησης του νέου ελληνισμού.Γεωλογία. Το Π., ρηξιγενής προεξοχή, υπάγεται στην πελαγονική κρυσταλλοπαγή μάζα, που αρχίζει από τη λεκάνη των Σκοπίων και δια της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας φτάνει μέχρι τη βόρεια Εύβοια. Το κρυσταλλοσχιστώδες αυτό υπόβαθρο του Π., που αποτελείται από γνευσίους μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους, μάρμαρα, αλβιτικούς σχιστόλιθους, ημιμεταμορφωμένα πετρώματα, όπως χαλαζίτες και φυλλίτες, θεωρείται κάτω-παλαιοζωικό και ίσως προσιλουριακό. Στο μεταμορφωμένο υπόβαθρο επικάθονται, σε ανώμαλη τεκτονική σχέση, δολομίτες και δολομιτικοί ασβεστόλιθοι, πιθανώς τριαδικής ηλικίας. Το Κρητιδικό εμφανίζεται στο Π. με ιππουριτοφόρους ασβεστόλιθους και άλλα πετρώματα. Σε πολλές περιοχές του Π. συναντάται φλύσχης από ψαμμίτες, σχιστοψαμμίτες και κροκαλοπαγή, των οποίων η ηλικία δεν έχει εξακριβωθεί. Πιθανώς διλουβιακής ηλικίας είναι ένα κροκαλοπαγές, που επίκειται του φλύσχη. Στο Π. συναντώνται επίσης εκρηξιγενή πετρώματα και φλεβικά εκρηξιγενή μετααλπικής ηλικίας, που οφείλονται στις ηφαιστειακές εκδηλώσεις που συνέβησαν στο Αιγαίο κατά τους νεότατους χρόνους. Η μεταλλοφορία του Π. δεν είναι παντού πολύ ισχυρή, υπάρχουν όμως μέσα στις φλέβες των εκρηξιγενών πετρωμάτων μεταλλεύματα χρωμίτη, γαληνίτη, σιδηροπυρίτη, σφαλερίτη, μαρκασίτη, αντιμονίτη κ.ά., πολλά από τα οποία είναι εκμεταλλεύσιμα.Μυθολογία. Το Π. είναι ένα από τα πιο υμνημένα βουνά της αρχαίας Ελλάδας. Από τον Όμηρο ως το Δικαίαρχο, τον Οβίδιο και τον Βιργίλιο, κάθε τόσο η βλάστηση και η μυστηριακή ομορφιά του Π. έδινε την αφορμή σε ποιητές και ιστορικούς, λογογράφους και μυθοποιούς να πλάσουν μύθους και να συνθέσουν ποιήματα, να περιγράψουν ακόμα πραγματικά γεγονότα, που είχαν σχέση λίγο με τη φαντασία και λίγο με την πραγματικότητα: ο Όμηρος αποκαλεί το Π. «εινοσίφυλλον» για τις πολλές καταιγίδες που δέρνουν τις βαθιές του χαράδρες· ο Ησίοδος θαυμάζει τα δάση του και το ονομάζει υλήεν· ο Ευριπίδης αποκαλεί το ανατολικό Π. «άξενον», για τις συχνές τρικυμίες του· ο Δικαίαρχος ξεκινάει από την αρχαία ελληνική μυθολογία και περιγράφει τους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας που έγιναν πάνω σε μια από τις πιο ψηλές κορυφές του Π. Αλλά και ο Πίνδαρος εμπνέεται από το όμορφο βουνό της Mαγνησίας και περιγράφει και αυτός, μαζί με τις απαράμιλλες ομορφιές του, τους γάμους των ημιθέων γονιών του Αχιλλέα.Εκείνο όμως που κάνει σε μας πιο σαφή και κατανοητή την εντύπωση που προκαλούσε το Π. στους αρχαίους συγγραφείς και στους απλούς ανθρώπους δεν είναι οι τοπιογραφικές περιγραφές και οι αναφορές στην ειδική χλωρίδα του βουνού, αλλά οι μυθολογικές συνθέσεις, που ξεκινούν από το βουνό αυτό και αποκτούν πανελλήνια φήμη, έτσι που με τη σειρά τους κι αυτές να εμπνέουν καλλιτέχνες και συγγραφείς για να αναπαραστήσουν τους πηλιορείτικους μύθους σε μεγάλες ζωγραφικές ή μικρές αγγειογραφικές συνθέσεις. Ο πιο γνωστός μύθος του Π. είναι ο μύθος των Κενταύρων. Πολλοί πιστεύουν πως τα άγρια τοπία του βουνού και η αδυναμία του πρωτοϊστορικού ανθρώπου να κατακτήσει το θεόκτιστο και θεοβάδιστο αυτό βουνό οδήγησε στη μυθοποίηση των φυσικών φαινομένων και στη φανταστική δημιουργία πλασμάτωντεράτων, που είχαν την κατοικία του μέσα στο βουνό αυτό. Άλλοι όμως πιστεύουν πως ο μύθος των Κενταύρων ξεκινάει από μια πραγματική κατάσταση και ίσως πρέπει να ζητήσουμε μέσα σ’ αυτήν τη μυθολογική σύνθεση στοιχεία της συγκεκριμένης ζωής. Όπως είναι π.χ. ο δαμασμός των αλόγων και η χρησιμοποίηση τους για πρώτη φορά από τον άνθρωπο. Αλλά και οι Κενταυρομαχίες, ο εξοντωτικός αυτός αγώνας των κακών Κενταύρων, με τους καλούς: Θησέα, Ηρακλή, Αταλάντη, θα πρέπει να υποδηλώνει τον αιώνιο αγώνα των λαών για τη διεκδίκηση της γης και του δικαίου.Μοναδική εξαίρεση μέσα στον τερατώδη κόσμο των Κενταύρων αποτελούσε ο σοφός Χείρων. Γέρος και μαζί δυνατός, σοφός και έξυπνος, ο Χείρων έγινε σύμβολο μιας υπερκόσμιας δύναμης, που είχε άμεση σχέση με την παιδεία· ας πούμε, με τη μετάδοση της σοφής πείρας των μεγάλων στους νέους, που επιδιώκουν το καλύτερο. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο Πηλέας διάλεξε τον Χείρωνα για δάσκαλο του σπουδαίου γιου του, του Αχιλλέα. Και οι απλοί άνθρωποι που κατοικούσαν στις δασωμένες υπώρειες του Π. και γύρω στις ακτές του Παγασητικού κόλπου πίστευαν πως πάνω στο Π., κοντά σε μια από τις πιο ψηλές κορυφές του, βρισκόταν το σπήλαιο του Χείρωνα το σχολειό δηλαδή όπου ο σοφός κένταυρος δίδασκε τους σπουδαίους μαθητές του.Το χειρώνιο αυτό άντρο σιγά-σιγά πήρε τη θέση ιερού και κάποτε αποτέλεσε το κέντρο μιας λατρείας, που δεν μας είναι εντελώς σαφής όσον αφορά τα επιμέρους στοιχεία της, γιατί πολλές φορές συγχέεται με τη λατρεία του Ακραίου Δία, του οποίου το ιερό σπήλαιο βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το χειρώνιο άντρο, πάνω στο σημερινό Πλιασίδι. Στο σπήλαιο αυτό ανέβαιναν οι κάτοικοι των πόλεων της Mαγνησίας, ντυμένοι με δέρματα ζώων, στην πιο ζεστή και άνομβρη περίοδο του χρόνου, γύρω στα μέσα του Ιουλίου, για να παρακαλέσουν το νεφεληγερέτη Δία να τους φέρει βροχή.Ιστορία, αρχαιολογία. Σε πολλά σημεία η ιστορία του Π., και μάλιστα η αρχαία, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία της Μαγνησίας και γενικότερα της Θεσσαλίας. Δική του ιστορική φυσιογνωμία θα αποκτήσει από τον 17o αιώνα.– Aρχαίοι χρόνοι: Tα αρχαιολογικά ευρήματα του Π. είναι λιγοστά. Έτσι οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του βουνού αυτού της Mαγνησίας προέρχονται από φιλολογικές πηγές. Σε αυτές αναφέρονται γύρω στις δέκα μικρές πόλεις, που ήταν χτισμένες στις πλαγιές του Π. Aπό τις πόλεις αυτές καμιά δεν μπορεί να ταυτιστεί σήμερα με βεβαιότητα. Aπό τα σπαρμένα σε πλαγιές και απόκρυφους όρμους ασήμαντα ερείπια κανένα δεν μας πείθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να το συνδέσουμε με κάποια από τις πόλεις που, όπως μαθαίνουμε από τους ιστορικούς και τους γεωγράφους, κάποτε και ακμή είχαν και ρόλο έπαιζαν στα πράγματα της Eλλάδας, π.χ. η Mεθώνη, η Oλιζών, οι Aφέτες. Γι’ αυτό ακριβώς το πιο σημαντικό και βέβαιο, όταν μιλάει κανείς για την αρχαιολογική φυσιογνωμία του Πηλίου, είναι να αναφέρεται μόνο στα ερείπια που εντοπίστηκαν τυχαία ή ήρθαν στο φως ύστερα από την αρχαιολογική έρευνα. Tέτοια ερείπια είναι αυτά που αποκαλύφθηκαν στη Θεοτόκου. Kολόνες δωρικές, κάποιου ναού άγνωστου, και τάφοι ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές των Άγγλων Wace-Tompson. Στη Mπάου ερείπια από τείχος και εντειχισμένα ανάγλυφα επιτύμβια. Στα Kαλά Nερά όστρακα και λείψανα αρχιτεκτονικά οδήγησαν στην υπόθεση ότι κοντά στο ρέμα της Mπούφας μπορεί να τοποθετηθεί το σπουδαίο ιερό του Kορωπαίου Aπόλλωνα. Tείχος αρχαϊκό και σε σημαντική έκταση σώζεται πάνω από τα Λεχώνια στο Παλαιόκαστρο. Tάφοι ακόμα ασήμαντοι, της ελληνιστικής εποχής, έρχονται κάθε τόσο στο φως, κοντά στο χωριό Mηλίνα. Άλλα τείχη πάλι φαίνονται μέσα στην πυκνή βλάστηση στο χωριό Kεραμίδι. Στον λόφο της Eπισκοπής, στον Άνω Bόλο, άφθονα όστρακα κλασικών αγγείων έκαμαν κάποτε τους μελετητές να πιστέψουν εσφαλμένα, πως εκεί πάνω βρισκόταν η Iωλκός. Όλα αυτά, κι όσα άλλα εργαλεία και όστρακα, επιτύμβιες πλάκες και επιγραφές έρχονται κάθε τόσο στο φως, δείχνουν πως το Πήλιο τα ιστορικά χρόνια δεν είχε για κατοίκους του μόνο τα μυθολογικά τέρατα και τους ουρανοβάμονες θεούς αλλά και τους απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου, που ζούσαν κι έπλαθαν τους μύθους για το βουνό που τους σκέπαζε.– Μεσαιωνικοί χρόνοι: Και από τα μεσαιωνικά χρόνια, όπως και από την αρχαιότητα, δεν έχουν βρεθεί στο Π., μέχρι σήμερα τουλάχιστον, οικοδομικά λείψανα οικισμών. Στα ψηλότερα μέρη υπάρχουν βέβαια μεμονωμένες πρόχειρες οικήσεις, αλλά αυτές δεν χρησιμεύουν για μόνιμη εγκατάσταση παρά μόνο για προσωρινή στέγαση, όταν οι κάτοικοι των πόλεων της παραλίας ανεβαίνουν στο βουνό για να εκμεταλλευθούν τον πλούτο του. Αντίθετα, τα κράσπεδα του Π. είναι κατοικημένα. Στην παλαιοχριστιανική εποχή, εκτός από τη Δημητριάδα, τις Παγασές και το Βόλο, έχουμε συνοικισμούς στα Λεχώνια, στο Λάι και στη θέση Θεοτόκου κοντά στο Προμύρι. Στην ακτή των Λεχωνίων –Πλατανίδια– έχουν βρεθεί τα υπολείμματα μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής με ψηφιδωτά και άλλα ερείπια· στο Λάι λείψανα κατοικιών και μια δεύτερη βασιλική και στη Θεοτόκου, στη θέση του αρχαίου οικισμού, έχει ανασκαφεί μια τρίτη βασιλική, που διατηρεί τα ψηφιδωτά της και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη.Αργότερα, από τον 12o αι. κυρίως και μετά, επάνω στο Π., τόσο στο ανατολικό όσο και το δυτικό, υπάρχουν μερικοί οικισμοί και συγχρόνως ολόκληρο το βουνό γεμίζει σχεδόν από μοναχούς που ιδρύουν στις πλαγιές του πολλές μονές και μονύδρια. Τον επόμενο αιώνα ο μοναχικός βίος ακμάζει στο Π. και οι ηγεμόνες της Δημητριάδας, οι Μαλιασσηνοί, χτίζουν δυο μεγάλα μοναστήρια. Στις αρχές του 13ου αι. ο Κωνσταντίνος Μαλιασσηνός ιδρύει τη μονή Μακρινιτίσσης και λίγο μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα, ο γιος του Νικόλαος με τη σύζυγό του Άννα ιδρύουν τη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου Νέας Πέτρας. Τότε χτίζεται στον Άνω Βόλο, στον λόφο της Επισκοπής, και η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Συγχρόνως οι Μαλιασσηνοί δείχνουν μια ιδιαίτερη φροντίδα για τα δύο μοναστήρια. Αυξάνουν τον πλούτο τους με δωρεές κτημάτων στο Π., στον Αλμυρό, στο Βελεστίνο, στη Βοιβηίδα κ.α. και μετατρέπουν σε μετόχια των δύο αυτών μονών τα περισσότερα φτωχά και έρημα μονύδρια του Πηλίου.Από το πλήθος των παλιών μονών και μονυδρίων τίποτα σχεδόν δεν σώζεται σήμερα. Μόνο στις ωραίες μεταβυζαντινές εκκλησίες του Π. βρίσκουμε εντειχισμένα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά, που ανήκουν σε χαμένους βυζαντινούς ναούς. Τα πιο πολλά σήμερα στολίζουν τους εξωτερικούς τοίχους της εκκλησίας της Παναγίας στη Μακρινίτσα, του Αγίου Νικολάου στην Πορταριά και της Επισκοπής στον Άνω Βόλο και προέρχονται, τα περισσότερα, από τα δύο μεγάλα βυζαντινά κτίσματα των Μαλιασσηνών, τη μονή Μακρινιτίσσης και τη μονή Προδρόμου Νέας Πέτρας. Ανάμεσα στα γλυπτά αυτά, που αποτελούν ένα λαμπρό και πολύτιμο σύνολο για τη γνώση της βυζαντινής γλυπτικής, αξίζει να σημειωθεί ότι βρίσκονται και οι επιτάφιες ενεπίγραφες πλάκες του Νικολάου και της Άννας Μαλιασσηνής: η πλάκα του Νικολάου είναι εντειχισμένη στο ναό του Αγίου Αθανασίου Μακρινίτσας και της Άννας στην Επισκοπή Άνω Βόλου.– Τουρκοκρατία: Στις αρχές του 15ου αι. ολόκληρη η Θεσσαλία περιέρχεται στα χέρια των Τούρκων. Η ζωή στα χαμηλά κατοικημένα κέντρα γίνεται επικίνδυνη. Τότε πολλοί κάτοικοι από τους παραλιακούς συνοικισμούς –ιδιαίτερα από τον Αλμυρό– την υπόλοιπη Θεσσαλία, την περιοχή της Λαμίας και την Εύβοια ανεβαίνουν στο Π. με την πλούσια βλάστηση, τα νερά και τη σχετική ασφάλεια. Οι μετανάστες αυτοί καταφεύγουν κατά κανόνα στις μονές και γύρω από τα μοναστήρια με τον καιρό αναπτύσσονται νέοι οικισμοί που κρατούν μάλιστα το όνομα του παλιού μοναστηριού. Έτσι π.χ. γίνεται η Μακρινίτσα από τη μονή Μακρινιτίσσης, η Πορταριά από τη μονή Πορταρέας, ο Άγιος Λαυρέντιος, ο Άγιος Γεώργιος κλπ. Η μετακίνηση όμως αυτή των πληθυσμών δεν περιορίζεται στον 15o αι., αλλά συνεχίζεται και στους επόμενους, μέχρι τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Έτσι το Π., όπου στον 13o αι. ανθούσε ο μοναχικός βίος, τον 17o, 18o και 19o αι. γεμίζει με ακμαίες κωμοπόλεις και χωριά. Ο Mezieres σημειώνει ότι περνώντας από το Π. βρήκε τον πληθυσμό του να φτάνει περίπου τις 50.000 και καθαρά ελληνικό. Η ανάπτυξη αυτή των χωριών του Π. ήταν βασικά συνέπεια των προνομίων που τους είχαν παραχωρήσει οι Τούρκοι.Η περιοχή του Π. ήταν αυτοδιοίκητη και ανήκε αποκλειστικά σχεδόν στη Βαλιδέ-χανούμ, τη μητέρα του σουλτάνου (κατά την παράδοση τής το χάρισε το 1668 ο σουλτάνος Μαχμούτ Δ΄, ο οποίος σε μια επίσκεψη του στη Λάρισα ανέβηκε στο Π. να κυνηγήσει και ενθουσιάστηκε από την ομορφιά του). Οι Τούρκοι είχαν χωρίσει τα χωριά του Π. σε δύο κατηγορίες: στα βακούφια, που ήταν αφιερωμένα σε διάφορα οθωμανικά θρησκευτικά ή φιλανθρωπικά ιδρύματα, και στα «χάσια» που ανήκαν σε διάφορα μέλη της σουλτανικής οικογένειας.Βακούφια ήταν η Μακρινίτσα, η Δράκια, ο Αγιος Λαυρέντιος, το Καραμπάσι, οι Πινακάτες, η Βιζίτσα, η Αργαλαστή, το Μετόχι, το Μπιρ, η Μπιστινίκα, η Συκή, ο Λαύκος, το Προμύρι, το Ανήλιο, ο Κισσός, το Μούρεσι και η Μακρυράχη. Από το 1868 μέχρι το 1897 πρωτεύουσα των Βακουφιών ήταν η Αργαλαστή· μετά έγινε η Μακρινίτσα. Στα χωριά δεν είχε δικαίωμα να πατήσει Τούρκος. Τα διοικούσε, εγκαταστημένος στη Μακρινίτσα, ο βοεβόδας, αντιπρόσωπος της Βαλιδέ-χανούμ, ο οποίος εγκαθιστούσε σε κάθε χωριό ένα ζαμπίτη για να εκτελεί χρέη αστυνόμου. Οι φόροι ήταν μικροί σχετικά και καθορισμένοι. Η γενική διοίκηση όλων των βακουφιών ήταν στα χέρια των πρωτόγερων της Μακρινίτσας, ενώ τα τοπικά ζητήματα κάθε χωριού ξεχωριστά τα ρύθμιζαν οι κοτζαμπάσηδες, που τους εξέλεγαν κάθε χρόνο οι χωρικοί. «Έτσι λοιπόν διοικούμενοι οι βακουφιώται, ημπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι και από εκείνους οπού είναι υποκείμενοι εις ευρωπαϊκές διοίκησες», γράφουν χαρακτηριστικά οι Δημητριείς (έτσι αναφέρονται οι διδάσκαλοι του Γένους και εξάδελφοι Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης, που κατάγονταν από τη Δημητριάδα) στη Νεωτερική Γεωγραφία τους.Χάσια ήταν ο Άνω Βόλος, η Πορταριά, το Κατηχώρι, οι Μηλιές, το Νιχώρι, η Τσαγκαράδα και η Ζαγορά. Αυτά δεν είχαν ομοσπονδιακή οργάνωση, όπως τα βακούφια. Διοικητικά είναι εξαρτημένα από τον πασά της Λάρισας. Οι φόροι που πλήρωναν ήταν βαρύτεροι από των βακουφιών και δεν είχαν και την πάγια μορφή εκείνων. Εδώ ήταν μικρότερη η τάξη και η ασφάλεια και υπήρχε κάποια τουρκική ασυδοσία. Έτσι τα Xάσια ήταν «υποκείμενα εις πολλά κακά και ξέφραγα», όπως γράφουν οι Δημητριείς.Ως φυσικό επακόλουθο των προνόμιων αυτών ήρθε η οικονομική ανάπτυξη των χωριών του Π., τα οποία μέσα σε λίγες δεκαετίες έγιναν από τα πλουσιότερα της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Την ανάπτυξη τους αυτή την όφειλαν στα βιοτεχνικά τους προϊόντα, στο μετάξι και τελευταία στις ελιές και στα σύκα. Στα μεγαλύτερα χωριά, όπως η Μακρινίτσα, η Πορταριά, η Ζαγορά και αργότερα οι Μηλιές, αναπτύχθηκε μια ακμαία βιοτεχνία, που ήταν και η κυριότερη πηγή πλουτισμού των Πηλιορειτών. Τα κυριότερά προϊόντα της ήταν έτοιμα παπούτσια, μεταξωτά μαντήλια, κάλτσες, γαϊτάνια, δισάκκια, τορβάδες, κάπες, τσόχες και ποικίλα άλλα είδη υφαντικής. Η παραγωγική αυτή δραστηριότητα, μαζί πάντα με τα προνόμια και την αυτοδιοίκηση, οδήγησε στην οργάνωση του εμπορίου, στην αποδημητική κίνηση και στην ανάπτυξη της ναυτιλίας: ένα σωρό πρακτορεία και καταστήματα δημιουργούνται στην Πόλη, στη Σμύρνη και σε άλλα μικρότερα κέντρα, Πηλιορείτες εγκατασταίνονται και προοδεύουν στις πόλεις της Μολδοβλαχίας, τα πλοία της Ζαγοράς –έτσι ονομάζονταν τότε τα χωριά του Π.– μεταφέρουν τα προϊόντα σε όλα τα λιμάνια της Ανατολής, ενώ στην Παλιά Μιντζέλα, στην ανατολική ακτή, και στο Τρίκερι, κατασκευάζονται οι ταρσανάδες των καραβιών. Στα τέλη του 18ου αι. η εμποροναυτική ακμή των χωριών του Πηλίου φτάνει στο κορύφωμά της. Τα προϊόντα εξάγονται τώρα με καράβια ή με καραβάνια μουλαριών, που φτάνουν ως τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Οι Πηλιορείτες, μαζί με τους Ηπειρώτες, γίνονται πρωτοπόροι της οικονομικής αναγέννησης της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Αλλά από τη συχνή αυτή επικοινωνία και μάλιστα από την παραμονή στην Ευρώπη, οι Πηλιορείτες δεν θα πλουτίσουν μόνο οικονομικά· θα πλουτίσουν και πνευματικά καθώς έρχονται σε επαφή με το προοδευμένο ευρωπαϊκό πνεύμα. Και τους δυο πλούτους θα τους φέρουν στα χωριά τους. Στη Ζαγορά ο Ιωάννης Πρίγκος θα ιδρύσει ένα θαυμάσιο για την εποχή του εκπαιδευτήριο, που θα το προικίσει με σεβαστά κεφάλαια και θα το πλουτίσει με μια πολύτομη βιβλιοθήκη. «Αυτό το σχολείο έκαμε τη Ζαγορά να ακουσθή στα έξω και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολη, Βλαχομπογδανία, Σμύρνη και Αίγυπτο, ωσάν οπού έβγαιναν από αυτό παιδιά αλατισμένα με ολίγα πολλά γραμματικά, και ευδοκίμησαν κατά καιρούς άλλα εις πραγματεία και άλλα εις δούλευσες αυθέντων» (= αξιωματούχοι στις παραδουνάβιες ηγεμονίες) γράφουν οι Δημητριείς. Στην εκπαιδευτική δραστηριότητα ακολουθούν οι Μηλιές, όπου ιδρύεται σχολείο, με όργανα φυσικής και χημείας, σπουδές θετικών επιστημών και άρτια βιβλιοθήκη. Το αναγεννητικό αυτό πνεύμα έχει φυσικά και άλλες συνέπειες: οι Πηλιορείτες γίνονται «ε-λευθεριώτεροι, δημοκρατικώτεροι και στασιωδέστεροι ...πολιτικώτεροι γενικώς και πλέο ιδεάτοι», σημειώνουν οι Δημητριείς. Οι πνευματικές και κοινωνικές ζυμώσεις αρχίζουν με μια οξύτατη κριτική των τουρκικών διοικητικών θεσμών_ το αίτημα της ελευθερίας γίνεται έντονο, τίθεται για πρώτη φορά και το γλωσσικό ζήτημα. Ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο διδάσκαλος του Γένους από τις Μηλιές, γράφει: «Εποχή της τελειοποιήσεως του πνεύματος ενός έθνους είναι η αρχή της καλλιεργήσεως της γλώσσης του ...Διαβάζοντας τινάς γραμματική εις τη φυσική του γλώσσα, τη μαθαίνει ευκολώτερα... Τότε να είστε βέβαιοι πως γυρίζει η φιλοσοφία πάλιν εις την πρώτη της φωλιά, επειδή αυτή αγαπά να ομιλεί με ζωντανούς ανθρώπους κι όχι μ’ αποθαμένων κόκκαλα ... Όσο καταφρονούμεν τη γλώσσα μας, θέλομεν μένει αμαθείς και δυστυχείς και ένα κοινό έρμαιο, μια κοινή βοσκή των άλλων». Μια σειρά από φωτισμένους Πηλιορείτες, ο Άνθιμος Γαζής, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο οικουμενικός πατριάρχης Καλλίνικος Γ΄, ο Φίλιππος Ιωάννου κ.ά. θα πάρουν μερικές από τις καλύτερες θέσεις στο μεγάλο αναγεννητικό κίνημα που θα οδηγήσει στο ‘21.Στα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική προσπάθεια μελέτης της συμβολής των Πηλιορειτών λογίων στη διαμόρφωση του νεοελληνικού πολιτισμού. Ακριβώς γι’ αυτό η σχετική βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα πλούσια, σε σύγκριση με άλλες παρόμοιες, με πλούσια πνευματική παράδοση, περιοχές του ελληνικού χώρου.Τα χωριά του Π. παραμένουν ακόμα οι καλύτεροι μάρτυρες της παλιάς ακμής.Οι Μηλιές, πατρίδα των διδασκάλων του Γένους Άνθιμου Γαζή, Γρηγόριου Κωνσταντά και Δανιήλ Φιλιππίδη, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική, πολιτική και πνευματική ζωή του Π. κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Εδώ λειτουργούσε στις αρχές του 19ου αι. ονομαστό σχολείο, με άρτια βιβλιοθήκη που υπάρχει ακόμα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, 80 περίπου χειρόγραφους κώδικες και αξιόλογο αρχείο της τουρκοκρατίας. Από τις Μηλιές κατάγονταν επίσης ο Φιλικός και αγωνιστής Γιάννης Δήμου και ο μακεδονομάχος Κώστας Γαρέφης.Η Ζαγορά (...) είναι από τα παλιότερα και ιστορικότερα χρόνια του Π. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναπτύχθηκε εδώ μια ανθηρή εμποροβιοτεχνία μετάξινων νημάτων και κατασκευής μάλλινων υφασμάτων. Τον 18o αι. πολλοί ταξιδεμένοι διέθεσαν σημαντικά ποσά για τον εξωραϊσμό της. Τότε ιδρύθηκαν η σχολή και η βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, πνευματικές εστίες από τις οποίες πέρασαν πολλοί που απέκτησαν πανελλήνια φήμη. Από το παλιό αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα σώζεται μόνο ένα μικρό κτιριακό κατάλοιπο του, γνωστό ως Σχολειό του Ρήγα γιατί εκεί πρωτοφοίτησε ο Βελεστινλής. Από τη Ζαγορά κατάγονται ο οικουμενικός πατριάρχης Ιεροσολύμων Προκόπιος, ο Δημητριάδος Γρηγόριος, οι ευεργέτες Ιωάννης Πρίγκος, Νικόλαος και Μωυσής Κρήτσκη, ο Ηρακλής Βόλτος, ο ιδρυτής της Παντείου Σχολής Αλέξανδρος Πάντος κ.ά. Σήμερα λειτουργεί εκεί παλαιότατη βιβλιοθήκη με 10.000 τόμους, με σπάνιες εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων, Βυζαντινών και Ευρωπαίων συγγραφέων και 150 χειρόγραφους κώδικες. Επίνειο της Ζαγοράς είναι το Χορευτό.Η Μακρινίτσα (... με το Φυτόκο), από τα παλιότερα πηλιορείτικα χωριά, χτισμένη σε μια απότομη πλαγιά, είχε ανεπτυγμένο εμπόριο και βυρσοδεψία κατά την τουρκοκρατία και πυρπολήθηκε στην επανάσταση του 1821. Είναι πατρίδα του Φιλικού Δημ. Χατζηρήγα και άλλων σημαντικών ανθρώπων. Βορειότερα βρίσκεται το μοναστήρι της Σουρβιάς, των αρχών του 17ου αι.Το Τρίκερι (... κάτ.), χτισμένο σ’ ένα γυμνό ύψωμα, στο οποίο υπάγονται οι συνοικισμοί Κόττες (... κάτ.), Παλιό Τρίκερι, το νησί (... κάτ.) και το επίνειο Αγία Κυριακή (... κάτ.) ήταν σπουδαίο ναυτικό κέντρο της περιοχής στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με πολλά καράβια και έμπειρους ναυτικούς, που πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα του 1821. Τα πολλά αρχοντικά που σώζονται διατηρούν έντονα τα ίχνη της παλιάς ακμής. Αξιόλογη από λαογραφική άποψη είναι η επίδειξη τοπικών χορών, που γίνεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά, με παλιές χρυσοποίκιλτες φορεσιές.Η Τσαγκαράδα (... κάτ.), χτισμένη σε ένα πυκνό δάσος από καστανιές, διατηρεί ενδιαφέρουσες εκκλησίες με ωραίες φορητές εικόνες και ξυλόγλυπτα τέμπλα. Από εδώ καταγόταν ο βυζαντινολόγος Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης. Σε απόσταση 6 χλμ., στο Μούρεσι (... κάτ.), βρίσκεται η εκκλησία της Θεοτόκου με ένα ωραιότατο τέμπλο του 1810.Στις Αφέτες (... κάτ.), άλλοτε Νιάου, σώζονται παλιά αρχοντικά και ο ναός του Αγίου Νικολάου, κτίσμα του 1802 του Δήμου Ζηπανιώτη. Στη Λαμπινού (... κάτ.) υπάρχει το μοναστήρι της Παναγίας Λαμπηδόνας, έργο του Δήμου Ζηπανιώτη με γλυπτό διάκοσμο του Μίλιου. Στον Κισσό (... κάτ.), όπου υπηρέτησε για λίγο ως δάσκαλος ο Ρήγας, υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με τοιχογραφίες του λαϊκού καλλιτέχνη Γιάννη Παγώνη. Στη γραφικότατη Ανακασιά (... κάτ.), στο σπίτι του Γιάννη Κοντού, στην Άλλη Μεριά (.. κάτ.) στο φούρντου Βελέντζα, υπάρχουν ζωγραφιές του Θεόφιλου. Αλλά πέρα από αυτά που αναφέρονται, όλα τα χωριά του Π. διατηρούν, λιγότερο ή περισσότερο, ίχνη της παλιάς ακμής, μαρτυρίες της ιστορίας τους και την απαράμιλλη ομορφιά του φυσικού τοπίου, στοιχεία που τα έχουν μεταβάλει σε μια απότις πιο πολυσύχναστες τουριστικές περιοχές της χώρας.Λαϊκή τέχνη. Το Π. μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό μουσείο ελληνικής λαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα για τους κλάδους της αρχιτεκτονικής, της ξυλογλυπτικής, της ζωγραφικής και της λιθογλυπτικής. Η καλλιτεχνική του άνθηση, φυσικό επακόλουθο της οικονομικής ακμής των πηλιορείτικων χωριών, σημειώθηκε κατά το 18o αι., που είναι και εποχή γενικής αναγέννησης του νεότερου ελληνισμού.Τα χωριά αυτά, οργανωμένα σε κοινότητα, πλούτισαν κυρίως με το εμπόριο μεταξιού και μάλλινων σκεπασμάτων. Τα προνόμια που τους δόθηκαν από τον σουλτάνο κατά τα τέλη του 11ου αι., ενίσχυσαν την παραγωγική και εμπορική τους δραστηριότητα, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον επόμενο αιώνα. Αποτέλεσμα της οικονομικής αυτής ακμής ήταν να εμφανιστεί στο Π. μια ανθηρή αστική κοινωνία εμπόρων, που, ελευθερωμένη από την καταπίεση της απλής ανάγκης, άρχισε να αποζητά καλύτερους και ανετότερους όρους ζωής, με την καλαίσθητη διαμόρφωση του βιοτικού του περίγυρου. Έτσι, κατά τον 18o αι., δημιουργείται στο Π. μια έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα, τα κατάλοιπα της οποίας γίνονται αντιληπτά σε ό,τι διασώθηκε από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953.Παρ’ όλη όμως αυτή την πραγματικά εκπληκτική καλλιτεχνική άνθηση, δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια γνήσια πηλιορείτικη λαϊκή τέχνη, με δικό της χρώμα και τοπικό χαρακτήρα. Το φτωχό, καθώς φαίνεται, ντόπιο τεχνικό δυναμικό δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εποχής. Έτσι, τις καλλιτεχνικές απαιτήσεις της πηλιορείτικης κοινωνίας κάλυψαν κυρίως πλανόδιοι τεχνίτες όλων των κλάδων, που μετέφεραν παντού τις ίδιες τεχνικές και αισθητικές εμπειρίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα πιο γνωστά ονόματα που βρίσκονται κάτω από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Π. ανήκουν σε ξένους καλλιτέχνες, έστω κι αν πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί. Έτσι, οι δύο Παγώνηδες (Γιάννης και Θανάσης), από τους πιο εκφραστικούς ζωγράφους του Π., κατάγονταν από τους Χιονιάδες της Ηπείρου· ο αρχιμάστορας Δήμος και ο γλύπτης Μίλιος, που σφράγισαν με την παρουσία τους την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική του Π. κατά τα τέλη του 19ου αι., ήταν από το Ζουπάνι των ηπειρομακεδόνικων συνόρων· ηπειρώτης ήταν και ο χρυσικός Στουρνάρας και από τη Βράχα των Αγράφων ο λιθογλύφος Θεοδόσιος, ενώ ο Θεόφιλος, ο πιο παραγωγικός ζωγράφος των πηλιορείτικων οικοδομών, ήταν από τη Μυτιλήνη. Τη ντόπια λαϊκή τέχνη του Π. θα μπορούσε να πει κανείς ότι αντιπροσωπεύει κυρίως η ζωγραφική του Νικόλαου Χριστοπούλου (1880-1967), παλιού ναυπηγού, που ζωγράφισε έργα μικρών διαστάσεων με καράβια, γοργόνες, ταρσανάδες και λιμάνια.Γενικά η πηλιορείτικη τέχνη εντάσσεται μέσα στο σύνολο της ελληνικής λαϊκής τέχνης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στην Ελλάδα κατά τον 18o αι. Στις τοιχογραφίες που στολίζουν στα πηλιορείτικα αρχοντικά τους εσωτερικούς τοίχους των χώρων της υποδοχής βρίσκει κανείς, και στις ωραιότερες παραλλαγές τους, όλα τα στοιχεία και τα θέματα που χαρακτηρίζουν την ελληνική ζωγραφική της εποχής και που είναι κυρίως τοπία, θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις και παραστάσεις περιτειχισμένων πολιτειών. Παράλληλα οι πηλιορείτικες εκκλησίες φέρουν, εκτός της αγιογραφίας, τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα ξυλογλυπτικής των τέμπλων και λιθογλυπτικής. Η τελευταία στολίζει συνήθως τους εξωτερικούς τοίχους των εκκλησιών και ιδιαίτερα του ιερού. Το σπίτι του Φουρτούνα στο Τρίκερι, τα αρχοντικά της Βιζίτσας, ο Άγιος Γεώργιος και η Αγία Κυριακή στη Ζαγορά, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος στη Μακρινίτσα, το Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου στο Λαύκο, είναι πραγματικά μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, ξυλογλυπτικής, ζωγραφικής και λιθογλυπτικής.Στον τομέα της πηλιορείτικης φορεσιάς, μοναδική επιβίωση αποτελεί η τρικεριώτικη, που είναι μια από τις πιο γραφικές ποικιλίες των ελληνικών τοπικών ενδυμασιών.Λαϊκή αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική των οικισμών του Π. κατέχει ιδιαίτερη και εξέχουσα θέση στην ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική. Αξιοσημείωτη είναι η εξέλιξη που παρουσιάζεται εκεί τόσο στην κατοικία όσο και στην εκκλησιαστικήαρχιτεκτονική. Οι οικισμοί του Π. είναι χτισμένοι, όλοι σχεδόν, σε έδαφος με ισχυρές κλίσεις, γεγονός που υπαγορεύει την κατασκευή των σπιτιών με περισσότερους από ένα ή δύο ορόφους· αλλά και άλλοι λόγοι, όπως η ασφάλεια των ενοίκων, έχουν υπαγορεύσει γενικά την κατασκευή πολυώροφων κτιρίων, οι κατώτεροι όροφοι των οποίων είναι εντελώς σχεδόν κλειστοί και φαίνονται έτσι να χρησιμεύουν μόνο ως βάση για την κατασκευή του τελευταίου, στον οποίο τοποθετούνται οι κύριοι χώροι κατοικίας. Οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών είναι πάντοτε πέτρινοι, παχείς, με επάλληλες οριζόντιες ξυλοδεσιές και φέρνουν ελάχιστες θυρίδες για το στοιχειώδη φωτισμό και αερισμό των χώρων των κάτω ορόφων. Αντίθετα, στον τελευταίο όροφο ανοίγονται σειρές μεγάλων παραθύρων, για τον άνετο φωτισμό των χώρων κατοικίας. Δημιουργείται έτσι μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο βαρύ πέτρινο σώμα του κτιρίου και στον ελαφρό, με προεξέχοντα σαχνισιά, πολλά παράθυρα και φεγγίτες, τελευταίο όροφο· η γενική εικόνα γεννά άμεσα την εντύπωση του αμυντικού χαρακτήρα των κατασκευών αυτών. Στο εσωτερικό των σπιτιών γίνεται μεγάλη χρήση ξύλου για την κατασκευή τοίχων, πατωμάτων, οροφών και, φυσικά, της στέγης, που επικαλύπτεται με λεπτές, πρασινωπές, σχιστολιθικές πλάκες.Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι πλατείες των πηλιορείτικων οικισμών· τα μικρά αυτά κοινωνικά κέντρα, με την εκκλησία και το καφενείο τοποθετημένα σε μικρά επίπεδα, όσο επιτρέπει να δημιουργηθούν η μεγάλη κλίση του εδάφους, τριγυρισμένα από τα σπίτια του χωριού, αποτελούν κατά κανόνα εξαίρετες αρχιτεκτονικές συνθέσεις.Ενδιαφέρουσα τέλος και ιδιότυπη είναι η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική του Π. Οι σωζόμενοι ναοί ανήκουν γενικά στη μεταβυζαντινή περίοδο και στον τόπο της ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι πάντοτε λιθόδμητοι, με βαριές κάπως αναλογίες· πολλές φορές περιβάλλονται από στοές με χαμηλά πέτρινα τόξα ή λεπτούς ξύλινους κιονίσκους, και το αέτωμα της στέγης του κεντρικού κλίτους φέρει συνήθως μια ιδιότυπη απότμηση. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πηλιορείτικων εκκλησιών είναι η διαμόρφωση των εξωτερικών επιφανειών των αψίδων του ιερού. Οι επιφάνειες αυτές διαρθρώνονται με επάλληλες σειρές ανάγλυφων τυφλών τόξων και με διάφορα λαϊκά διακοσμητικά σχέδια, και αποτελούν το μόνο πλαστικά επεξεργασμένο τμήμα του ναού, σε αντίθεση με τις λιτές λοιπές επιφάνειες.
Παραδοσιακό πηλειορείτικο αρχοντικό στα Λεχώνια.
Οι εσωτερικοί χώροι των πηλειορείτικων σπιτιών είναι φωτεινοί και άνετοι (Ζαγορά, αρχοντικό Πέτρου Μάγνη).
Εκκλησία της Ζαγοράς, ο Άγιος Γεώργιος.
Σπίτια στην Πορταριά.
Τύπος πηλειορείτικου αρχοντικού (στη Ζαγορά): οι κλειστοί κάτω όροφοι έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον τελευταίο, όπου υπάρχουν οι κύριοι χώροι κατοικίας, με τα μεγάλα παράθυρα και την ελαφριά ξύλινη κατασκευή. Όλα τα παλιά σπίτια του Πηλίου έχουν αρχιτεκτονική με σαφή αμυντικό χαρακτήρα.
Η Βιζίτσα χαρακτηρίζεται για το μεγάλο αριθμό παραδοσιακών αρχοντικών, τα οποία και διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Πολλά από αυτά έχουν μεταβληθεί σε πολυτελείς ξενώνες για τους επισκέπτες της περιοχής.
Ποδιά ξυλόγλυπτου τέμπλου των μέσων του 19ου αι. (ναός Αγίας Κυριακής, Ζαγόρα).
Ο Πηλιορείτης Άνθιμος Γαζής, κορυφαίος εκπρόσωπος του ελληνικού Διαφωτισμού
Το «τρενάκι του Πηλίου» μεταμφιεσμένο κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων της Αποκριάς (φωτ. ΑΠΕ).
Η βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, μια από τις αξιολογότερες της Θεσσαλίας, με πολλές πολύτιμες σπάνιες εκδόσεις.
Στο σχολείο αυτό πρωτοφοίτησε κι ο Ρήγας και ως «Σχολειό του Ρηγα» είναι γνωστό το κτιριακό κατάλοιπο του παλαιού εκπαιδευτικού ιδρύματος που σώζεται ως τις ημέρες μας, στη Ζαγόρα.
Στο ξυλόγλυπτο αυτό τέμπλο, που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, κορυφαίο επίτευγμα της λαϊκής ξυλογλυπτικής του Πηλίου και ένα από τα καλύτερα του ελληνικού χώρου, οι έντονα ανάγλυφες μορφές και τα διακοσμητικά θέματα συμπληρώνονται με ζωηρό χρωματισμό (ναός Σταυρού, Ανεμούτσα Πηλίου).
Σφραγίδα του σχολείου των Μηλίων του 1815 (Μηλιές, Βιβλιοθήκη).
Σφραγίδα του 1830 από τη βιβλιοθήκη των Μηλίων.
Στο ίδιο σχολείο στις Μηλιές του Πηλίου, χρησιμοποιήθηκαν, ίσως για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όργανα φυσικής και χημείας κατά τη διδασκαλία.
Υδρόγειοι από το περίφημο σχολείο, που λειτούργησε στις Μηλιές του Πηλίου στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η γραφική Μακρινίτσα, χτισμένη σε απότομη, κατάφυτη πλαγιά.
Το καμπαναριό της Αγίας Κυριακής στη Ζαγορά.
IIΠανοραμική άποψη της Πορταριάς, με θέα την πόλη του Βόλου και τον Παγασητικό.
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (62 τ. χλμ.).
Dictionary of Greek. 2013.